κατεύθυνα

κατεύθυνα
κατεύθῡνα , κατευθύνω
make
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
κατεύθῡνα , κατευθύνω
make
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατευθύνω — κατεύθυνα, κατευθύνθηκα 1. διευθύνω, προσανατολίζω, οδηγώ: Οι γονείς πρέπει να κατευθύνουν τα παιδιά τους στον ορθό δρόμο. 2. το μέσ., κατευθύνομαι διευθύνομαι σε ορισμένο σημείο ή αποβλέπω σε κάποιο σκοπό: Όλες του οι ενέργειες κατευθύνονται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατευθύνω — κατευθύνω, κατηύθυνα και κατεύθυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”